Πέμπτη 23 Απριλίου 2015

24 ποιήματα του Γιώργου Ιωάννου


   ΣΦΡΑΓΙΔΑ ΜΟΝΑΞΙΑΣ

Έσφιξα τα μάτια να μη βλέπω πια
– να μη με βλέπουν, αυτοί που τριγυρνούνε
με μια σφραγίδα μοναξιάς στο μέτωπο.

Μα ζωγραφίστηκες εσύ στα βλέφαρά μου
με το χαμόγελο της τελευταίας συγκατάβασης.

Κακά τα ψέματα, δεν επαρκεί η μνήμη.

Από τη συλλογή Τα Χίλια Δέντρα (1963)

ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ

Τον είδα καθώς πήγαινα σχολείο,
ξεματωμένος πια, φλουρί, είχε τελειώσει.
Τριγύρω του γονατιστοί Εβραίοι με το άστρο.

Αργά όταν τον χτύπησαν, είχα ξυπνήσει,
η μάνα μου με χάιδεψε, ήρθε κοντά μου.
Λαχτάριζα σαν το πουλί μέσα στη χούφτα.

Ο διπλανός μου στο θρανίο σπαρταρούσε,
τη νύχτα δεν κοιμήθηκε η γειτονιά τους.
Άλλοι πιο κει χλωμοί έφτυναν αίμα.

Στο μεταξύ μαθαίναμε το ρήμα της ημέρας
amo, amas, amat...



ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΕΛΕΙΠΑ
Σαν επιστρέφω αργά στην κάμαρά μου,
ομίχλη φόβου πάντα με τυλίγει.
Όργια, λες, έγιναν θεία,
τότε που έλειπα στους δρόμους.

Κομμένα γόνατα – δεμένα χέρια,
ξορκίζω τους καθρέφτες και θολώνουν.

Κάτι έχουν δει•
κάτι έχουν δει και που δε λέει
να πάρει τέλος, Θε μου.

Πια δε βαστώ.
Εδώ και χρόνια μες στα χέρια του με πλάθει.


 ΤΑ ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΑ ΤΩΝ ΕΒΡΑΙΩΝ

Κάθε φορά που τρίζει η σκάλα μας,
«λες να ΄
̉ναι αυτοί επιτέλους;» σκέφτομαι,
κι ύστερα φεύγω και με τις ώρες
κατακίτρινα ζωγραφίζω ηλιοτρόπια.

Όμως αύριο ώσπου να ξεχαστώ
στην αίθουσα αναμονής το τρένο
απ’ την Κρακοβία θα περιμένω.

Κι αργά τη νύχτα, όταν ίσως κατεβούν
ωχροί, σφίγγοντας τα δόντια•
«αργήσατε τόσο να μου γράψετε»
θα κάνω δήθεν αδιάφορα.


ΙΣΩΣ ΤΗΝ ΑΠΟΠΛΥΝΕΙ

Μη φοβάσαι πια
την καλοκαιριάτικη βροχή
τις νύχτες που ξυπνάς
απ’ τον βαθύ των φύλλων ψίθυρο.

Κλείσε τα μάτια μόνο καλύτερα,
κι άνοιξε κείνη την καρδιά σου.

Ίσως την αποπλύνει η καταιγίδα.

 ΟΙ ΑΓΩΝΙΕΣ ΤΟΥ ΘΕΡΣΙΤΗ

Μόνο που κάποτε θυμήθηκε
ο Θερσίτης της Τροίας
το νέο φεγγάρι
κι ευχήθηκε με έκσταση
γυρνώντας στον Ιάκωβο:
«Όταν θ’ απολυθώ…»

Και τότε οι Δώδεκα Θεοί
συγχρόνως χαμογέλασαν…


 ΤΟΝ ΜΑΗ ΠΟΥ ΜΑΣ ΕΡΧΕΤΑΙ

Ο φόβος του θανάτου χάνει πάθος,
χάνει δύναμη, κάτω απ’ τους νέους
αστερισμούς που πάλι φάνηκαν.

Τον Μάη που μας έρχεται
σας περιμένω.

(Από την πρώτη ποιητική του συλλογή «Ηλιοτρόπια», 1954.)

ΤΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ

Με κέρδισε ο φόβος μου – τίποτα δεν υπάρχει.
Χαμένος μες στους δρόμους, μες στα σινεμά,
δεν είμαι πια ο νεαρός που δεν καταλαβαίνει.
Με γύμνωσε ο πανικός, με τίναξε,
με τις καθημερνές, με τις επίμονες παρεμβολές του.
Πυκνώνουν, δένουν μέσα τα συμπτώματα,
το διάστημα της σιωπής μικραίνει.

Κανείς – ούτε η μητέρα δεν με σώζει.

 ΜΕ ΚΥΚΛΩΝΕΙ ΑΠΟΨΕ
 
Έξω αιώνια βρέχει, έξω ερημιά•
θαρρώ πως χάθηκα για πάντα.
Με ζώνει πάλι ο φόβος, με κυκλώνει.
Πύρινη γλώσσα απειλεί το σπίτι μου.
Το παίρνει, το αιωρεί πάνω απ’ την πόλη.

Ποιος ξέρει τι κατάντησα και δεν το νιώθω.
Ένας απόψε να με άγγιζε στον ώμο,
αμέσως θα κατέρρεα στα πόδια του.


 ΤΑ ΠΙΡΟΥΝΙΑ

Την άλλη μέρα η γριά
μίλησε για το φίδι•
με τυραννούσε όλο και με τύλιγε.
Κάτι θυμήθηκα – δεν είπα λέξη.

Ύστερα έχασα τον ύπνο.
Έτρεχα μες στο καλοκαίρι
με το μυαλό στολισμένο πιρούνια.
Δεν έφερνα τα χέρια στο κεφάλι,
μην εισχωρήσουν ως την τρέλα, πιο βαθιά.

Άκουγα μόνο το ρολόι – ως το πρωί.

ΑΥΤΟ ΤΟ ΑΠΟΣΤΗΜΑ

Έτοιμος να χυμήξω, συσπειρώνομαι•
Μαζεύομαι στο φόβο, καιροφυλακτώ.

Απ’ την ημέρα παραιτήθηκα νωρίς.
Συμμάζεψα τις άχρηστες ομολογίες.
Βάρυνα μες στην ενοχή – ωρίμασα.

Αυτό το απόστημα θα σπάσει σαν τον ήλιο. 

 ΠΑΝΤΟΥ ΞΕΡΙΖΩΜΕΝΟΣ

Σα να ’χω χάσει την πατρίδα μου
- παντού ξεριζωμένος.
Σα να μην έχω πια μητέρα•
έτοιμος πάντοτε να κλάψω,
να διηγηθώ σκληρότητες ανύπαρχτες,
να αναπνεύσω περιβάλλον δυστυχίας.

Και μέσα μου να λιώνω από αγάπη,
να είμαι βέβαιος –αλίμονο– για την καταστροφή.


ΓΥΡΩ ΜΟΥ ΝΥΧΤΑ ΜΕΡΑ

Όσο να δέσει κάποιος μέσα μου,
έχει πεθάνει.

Αλλάζω τις φιλίες σαν πουκάμισα,
αλλάζω τις δουλειές, αλλάζω γνώμες.
Πάντα το μάτι μου αλλού•
μόλις ακούσω ναι έτοιμος να σαλπάρω.

Κι η μοναξιά μου πάντα μοναξιά.
Κι ο πανικός ρεύμα που με τινάζει.


ΤΟ ΚΕΡΔΟΣ

Καμιά φορά ζηλεύεις κάτι πρόσωπα
που δεν σ’ αφήνουν ούτε ν’ αναπνεύσεις,
μόνο επιμένουν να σου δείχνουν την ασκήμια σου,
τη μαλθακότητα που πάντα σε προδίδει.

Μα όταν τύχει να μιλήσουν και δεν φωτιστούν,
όταν το στόμα τους, τα δόντια τους προβάλλουν,
όταν κουτσαίνουν, όταν, τέλος, βρεις κάποιο ελάττωμα
με πόση περιφρόνηση επαναπαύεσαι, τι θρίαμβος!

Θαρρείς πως κάτι κέρδισες εσύ ο ίδιος.

ΤΟ ΘΕΡΟΣ ΤΟΤΕ…

Δεν έχω ταξιδέψει στα νησιά
- θα χάλασαν κι αυτά με τους τουρίστες.
Εξάλλου ναύτες δεν υπηρετούνε καταδώ
- λησμόνησα τα ναυτικά σ’ αυτό το βάλτο.

Το θέρος τότε βάζαμε λευκα, ζωνάρι μαύρο.
Πενθούσαμε τον Νέλσωνα, μεγάλη μας η θλίψη.
Κι απ’ τον Οκτώβρη μες στα μπλε
- γλιτώνεις τις μπουγάδες,
μα φαίνονται οι σταλαγματιές,
αν πάνω στο σπαρτάρισμα ξεφύγουν.


 ΔΕΝ ΑΠΟΚΛΕΙΕΤΑΙ

Δεν αποκλείεται να πεις
πως ξέχασες την ώρα, την ημέρα, την ύπαρξή μου.
Κι όμως εγώ παράτησα τις προσευχές
για να ’μαι έτοιμος. Έκοψα τις νηστείες,
έβαψα μαλλιά, τα ρούχα μου
τα ’χω κρυφά μυρώσει.
Για μια στιγμή μαζί, έπαιξα τον παράδεισο.
Είμαι υπότροπος, θαρρώ τον έχω χάσει.

Όμως δεν αποκλείεται εσύ να πεις
πως ήσουν σινεμά, ενώ πνιγόμουνα.


 ΤΟ ΚΥΝΗΓΗΜΑ

Όλη τη μέρα πέθανα να τρέχω
από γραφείο σε γραφείο•
να δείχνω τις συστατικές επιστολές,
να κάνω υποκλίσεις.

Όμως το βράδυ πάλι βγήκα απ’ τη μιζέρια μου.
Με γέλασαν οι φωτεινές επιγραφές,
τα πρόσωπα που άναβαν και που σβήναν.
Ξέχασα τις αναδουλειές, τη φαγωμάρα του σπιτιού,
τους δανειστές, τους φίλους, το κυνήγημα.


 ΕΒΡΕΧΕ ΔΙΧΩΣ ΛΟΓΟ

Έβρεχε δίχως λόγο όλη τη νύχτα.
Έκλαψα – χόρτασε η ψυχή μου.
Σ’ έφερα πιο κοντά.
Κράτησα επιτέλους τη μορφή σου.

Χαράζει τώρα στις μηλιές
κείνο σου το χαμόγελο.


 ΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΣΟΥ

Όλα μπορείς να τα σωπάσεις,
ομως ποτέ τον έρωτα•
την ώρα που ανοίγουν τ’ άστρα,
όταν αρχίζει στην καρδιά η μουσική
και κόβονται γλυκά τα γόνατα.

Τότε σε οδηγούν τα βήματά σου.

 ΣΕ ΕΠΑΡΧΙΑ ΜΑΚΡΙΝΗ

Σε επαρχία μακρινή δημόσιος υπάλληλος.
Κονταίνει κάθε μέρα μέσα του η κραυγή
Ζήτω ηΕλευθερία• γιατί κι αυτή καλή
όμως γλυκό και το ψωμί – πράγματα
τόσο για την ώρα ασυμβίβαστα.

Διάφοροι κι απίθανοι επαγρυπνούν τριγύρω του.
Η ευτυχία ονομάζεται εδώ εφημερίς
- του κυβερνώντος, εννοείται, κόμματος.

Κάθε καφές κι ένα καινούριο όνειρο
προορισμένο σε μιαν ώρα να στεγνώσει.

Και μόνο τις αργίες όταν κρύβεται
στο ξένο του δωμάτιο, κάπως σα να ξεχνιέται,
ίσως να ξαναζεί.


ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΚΑΚΟΣ

Είμαι πυκνός, είμαι σαν δάσος σκοτεινό
- εκατομμύρια τζιτζίκια στα μαλλιά μου.

Η ανεργία σύμβουλος κακός,
μπορώ και να σκοτώσω για τσιγάρο.

Φωνάζω Ζήτω για ό, τι θες, κάνω μετάνοιες.
Αν βγει εκείνο το χαρτί, έγινα μετανάστης.
Στα πάρκα και τις προκυμαίες περπατώ•
έκλεισα χίλια ραντεβού γι’ αυτή τη νύχτα.

Εντούτοις άλλα σκέφτομαι, άλλα λέω να κάνω.
Οι φωτεινές ρεκλάμες τους με ζάλισαν.
Οι πλούσιες επιγραφές αλλού με εξωθούνε.


ΤΟ ΜΟΝΟ

Ανήκω πλέον σ’ όλα τα Ταμεία•
πληρώνω Φόρο Καθαράς Προσόδου,
Ταμείο Αρωγής, Ταμείο της Προνοίας,
Υγειονομική Περίθαλψη, Έκτακτη Εισφορά,
Μετοχικό Ταμείο, για δυο λόγους,
Ταμείο της Συντάξεως, Ταμείο Ασφαλείας.

Τώρα το μόνο που μπορώ είναι να αρρωστήσω…

ΤΟ ΠΙΟ ΓΛΥΚΟ ΜΑΣ ΣΠΙΤΙ

Ένα βαρύ πουλί
κάθεται πάλι στα μαλλιά μου.
Θυμάμαι μόνο κάτι πυρκαγιές•
δυο πυρκαγιές στα διπλανά μας σπίτια.

Αυτές οι πέτρες με γνωρίζουν και τις ντρέπομαι.
Τις λάτρευα, με μπούκωσαν σκοτάδι.
Όλες οι κατσαρίδες τους περπάταγαν απάνω μου.

Τότε το λέγαν καταφύγιο το πιο γλυκό μας σπίτι.

ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ
 
Όταν ήρθε το σήμα πως σκοτώθηκε,
έφυγα πια και ρίχτηκα ξερός μέσα στα χόρτα.
Όλη τη νύχτα έτρεχα σε κατακίτρινη ερημιά,
έσκαβα λάκκους – κραύγαζα μια λύση.
Όσο που ήρθε, όσο που τον έφερα•
γυμνός και με τον πράσινο μπερέ καψαλισμένο.

Όταν θα βάλεις τα πολιτικά,
εμένα να θυμάσαι, μου ψιθύρισε•
ποτέ μου δεν απόχτησα κοστούμι.


 Σ’ ΑΥΤΟ ΤΟ ΜΑΓΑΖΙ 

Όλοι σωπαίνουν γύρω μου, λοξοκοιτάζουν•
και το γκαρσόνι μου μιλάει στον πληθυντικό,
με τις καλύτερες ελληνικούρες του ρεπερτορίου του.

Κι όμως εδώ, σ’ αυτό το μαγαζί,
μια νύχτα του σαραντατέσσερα χορεύανε.
Λαχτάριζε το σώμα τους, γραφότανε•
τα ρούχα τα τριμμένα είχαν ομορφύνει.

Τότε πηδώντας ένα ένα τα σκαλιά
σβούριξε μέσα στο χορό κείνη η χειροβομβίδα.

(Από τη δεύτερή ποιητική του συλλογή «Τα χίλια δέντρα», 1963.)

Σημείωση: Η επιλογή των ποιημάτων έγινε από τη συγκεντρωτική συλλογή
«Τα χίλια δέντρα και άλλα ποιήματα», εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1988. Ο Γιώργος Ιωάννου έγραψε και μια ενότητα 4 ποιημάτων με τον τίτλο «Δούλος ιερός του Έρωτα» (1980), καθώς και στίχους για τραγούδια που μελοποίησε ο Νίκος Μαμαγκάκης στον δίσκο (τώρα και σε cd) «Κέντρο Διερχομένων» (Lyra–1982), τα οποία τραγούδησαν η Ελευθερία Αρβανιτάκη, ο Δημήτρης Ψαριανός και ο Δημήτρης Κοντογιάννης. Βλ. σχετικά: http://www.poiein.gr/archives/1007/index.html
.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου